στιλβωτικός

στιλβωτικός
η , ό[ν] лощильный; полировочный; лакировочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στιλβωτικός" в других словарях:

  • στιλβωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στίλβωμα ή που είναι κατάλληλος για στίλβωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • στιλβωτικός, -ή — ό αυτός που χρησιμοποιείται για το στίλβωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στιλπνωτικός — ή, όν, Μ [στιλπνῶ] κατάλληλος για στίλπνωση, στίλβωτικός, καλλωπιστικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»